-
1 ἀσβολόεις
ἀσβολόεις, εσσα, εν, rußig, Sp
. -
2 ἀσβολ-ώδης
ἀσβολ-ώδης, ες, rußartig, rußig
. -
3 αἰθαλέος
αἰθαλέος, rußig; wohl brennend, von der Farbe -
4 αἰθαλόεις
αἰθαλόεις, rußig; feurig -
5 αἰθαλώδης
-
6 ἀσβολόεις
-
7 ἀσβολώδης
ἀσβολ-ώδης, rußartig, rußig -
8 ψολόεις
ψολόεις, όεσσα, όεν, rußig, rauchig, feurig, flammend; rußig, schmutzig, schwarz, sordidus, zum Zeichen der Trauer